τιθηνα

τιθηνα
    τιθήνα
    τῐθήνα
    ἥ дор. = τιθήνη См. τιθηνη

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τιθηνα" в других словарях:

  • τιθήνα — τιθήνᾱ , τιθήνη nurse fem nom/voc/acc dual τιθήνᾱ , τιθήνη nurse fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθηνά — τιθηνός nursing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθήνας — τιθήνᾱς , τιθήνη nurse fem acc pl τιθήνᾱς , τιθήνη nurse fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθήναι — τιθήνᾱͅ , τιθήνη nurse fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθήναν — τιθήνᾱν , τιθήνη nurse fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθήνη — και δωρ. τ. τιθήνα, ἡ, Α 1. τροφός μικρού παιδιού, παραμάννα, βυζάστρα 2. μητέρα 3. φρ. α) «χιόνος τιθήνα» μτφ. το ηφαίστειο Αίτνα (Πίνδ.) β) «ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη» μτφ. η γη (Πλάτ., Αριστοτ.) γ) «βίου τιθήνη» μτφ. το τραπέζι τού δείπνου (Τιμοκλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»